απατίτης

απατίτης
Ορυκτό του φωσφόρου που παρουσιάζεται σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες των πετρωμάτων, αλλά σε μικρές αναλογίες. Ο χημικός του τύπος είναι 3[(PO4)2Ca3]–Ca(Cl,F)2, δηλαδή φωσφορικό ασβέστιο με ποικίλη συμμετοχή φθορίου (F) και χλωρίου (Cl). Κρυσταλλώνεται στην παρημιεδρία του εξαγωνικού συστήματος, σε σχήμα διπλής πυραμίδας, που χαρακτηρίζει τον α. Είναι το πέμπτο ορυκτό της σκληρομετρικής κλίμακας του Mohs, με σκληρότητα 5. Τα πιο αξιόλογα αποθέματα α. βρίσκονται στο Κραγκερόε της Νορβηγίας, στις περιοχές Οντάριο και Κεμπέκ του Καναδά, στην Εστρεμαδούρα της Ισπανίας, στην περιοχή της Σαξονίας στη Γερμανία και στη Βοημία. Κρύσταλλοι απατίτη και βεζουβιανού· ο απατίτης βρίσκεται σε πολλά εκρηξιγενή πετρώματα ως δευτερεύον συστατικό (φωτ. Sef).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • υδροξυλαπατίτης — ο, Ν (ορυκτ.) φωσφορικό ορυκτό τού υδροξειδίου τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydroxylapatite (< υδροξύλιο + απατίτης)] …   Dictionary of Greek

  • φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… …   Dictionary of Greek

  • χλωραπατίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού χλωριοαπατίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlorapatite < chlor (< χλωρ[ο] *) + apatite «απατίτης»] …   Dictionary of Greek

  • γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… …   Dictionary of Greek

  • γρανουλίτης — Μεταμορφωμένο σχιστώδες πέτρωμα, λεπτόκοκκο, αποτέλεσμα της δυναμομεταμόρφωσης των γρανιτών. Στη σύστασή του συμμετέχουν κυρίως χαλαζίας, στενά συνδεδεμένος με αστρίους και γρανάτες, τουρμαλίνης, σιλιμανίτης, απατίτης κ.ά. Χαρακτηριστική είναι η… …   Dictionary of Greek

  • εξαγωνικό σύστημα — Ένα από τα επτά κρυσταλλικά συστήματα στα οποία κατατάσσονται τα κρυσταλλικά σχήματα. Περιλαμβάνει τους κρυστάλλους που χαρακτηρίζονται από την παρουσία τεσσάρων κρυσταλλογραφικών αξόνων (αξονικός σταυρός), από τους οποίους οι τρεις βρίσκονται σε …   Dictionary of Greek

  • θερμοφωσφορισμός — Φαινόμενο φωσφορισμού που οφείλεται στη θέρμανση ενός σώματος. Τα υλικά στα οποία εμφανίζεται το φαινόμενο του θ. εκπέμπουν φωτεινή ακτινοβολία, ενώ βρίσκονται σε θερμοκρασία πολύ μικρότερη από αυτή που θα προκαλούσε φωτεινή εκπομπή εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • Λαπωνία — I (νορβηγ. Lapland, σουηδ. Lappland, φιλανδ. Lappi ή Saamiland, ρωσ. Laplandiya). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (388.350 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης (Φινοσκανδίας). Βρέχεται από τη Νορβηγική θάλασσα (Ατλαντικός ωκεανός) στα Δ και από τη θάλασσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”